βιβλιάριο

βιβλιάριο
1) carte
2) livret

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • βιβλιάριο — το (AM βιβλιάριον) νεοελλ. πιστοποιητικό σε σχήμα μικρού βιβλίου με το όνομα, τα λοιπά στοιχεία και τη φωτογραφία του κατόχου («βιβλιάριο υγείας», «... νοσηλείας», «εκλογικό...» «... ασφάλισης» κ.λπ. || αρχ. μσν. χειρόγραφο τεύχος …   Dictionary of Greek

  • βιβλιάριο — το πιστοποιητικό που έχει σχήμα μικρού βιβλίου και περιέχει όλα τα προσωπικά στοιχεία του κατόχου: Σε κανένα ασφαλιστικό ταμείο δεν μπορείς να επισκεφθείς γιατρό, χωρίς να έχεις βιβλιάριο ασθενείας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Nektarios Terpos — (Greek: Νεκτάριος Τέρπος; late 17th 18th century) was a scholar and Greek Orthodox missionary of Vlach origin. He came from a wealthy family and spend his childhood in Moscopole. As a missionary he travelled in Epirus, covering vast areas from… …   Wikipedia

  • -άριο — (AM άριον) κατάλ. ουδ. ουσιαστικών με επίδοση τόσο στην Αρχαία και Μεσαιωνική όσο και στη Νεοελληνική. Ειδικότερα, στην Αρχαία Ελληνική σχηματίστηκαν υποκοριστικά ουδ. σε άριον από ουσιαστικά με θ. σε αρ + υποκορ. κατάλ. ιον πρβλ. εσχάρα εσχάριον …   Dictionary of Greek

  • βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… …   Dictionary of Greek

  • επικόλληση — η [κολλώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού επικολλώ* 2. η τοποθέτηση σε έγγραφο, βιβλιάριο κ.λπ. («επικόλληση ενσήμων, χαρτοσήμου, φωτογραφίας» κ.λπ.) 3. η επίστρωση πάνω στην επιφάνεια κοινού ξύλου λεπτών φύλλων πολύτιμου ξύλου, το… …   Dictionary of Greek

  • φυλλάδιο — το, Ν [φυλλάς / άδα] 1. τεύχος εγκυκλοπαίδειας ή περιοδικού 2. μικρό τεύχος συγγράμματος 3. ολιγοσέλιδη ενημερωτική ή διαφημιστική έκδοση 4. ατομικό βιβλιάριο («ναυτικό φυλλάδιο») …   Dictionary of Greek

  • εκλογές — Με τον όρο αυτό ονομάζεται στο νεότερο συνταγματικό δίκαιο η διαδικασία επιλογής των αντιπροσωπευτικών οργάνων του κράτους και των οργάνων της τοπικής αυτοδιοίκησης, η οποία στηρίζεται στην ψήφο των πολιτών. Η διάδοση του θεσμού των ε.… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Πολεμικό Ναυπλίου — Το Πολεμικό Μουσείο λειτουργεί από το 1988 σ’ ένα από τα επιβλητικότερα κτίρια της παλαιάς πόλης του Ναυπλίου, στο οποίο στεγάστηκε από το 1828 έως το 1834 η πρώτη Σχολή Ευελπίδων του νεότερου ελληνικού κράτους. Μέσα από τα αυθεντικά εκθέματα της …   Dictionary of Greek

  • έξω — και όξω επίρρ. τοπ. και πρόθ., εκτός (αντίθ. εντός, μέσα). 1. με την πρόθ. από + αιτ. (ή + επίρρ.) σημαίνει, α. όχι μέσα σε κάτι: Συναντήθηκαν έξω από το σπίτι μου. – Έξω από τα όρια. β. εξαίρεση (πλην, εξόν, χώρια, ξέχωρα, εκτός, παρεκτός): Έξω… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαβατήριο — το ειδικό βιβλιάριο, πιστοποιητικό ταυτότητας, που μας το χορηγεί το κράτος για να μπορούμε να ταξιδέψουμε στο εξωτερικό: Δε χρειάζεται κανείς διαβατήριο, για να ταξιδέψει στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”